κώλο(ν)

κώλο(ν)
το (AM κώλον)
1. μέλος σώματος ανθρώπου ή ζώου και ειδικά τα άκρα τους (α. «άνω κώλα» — χέρια
β. «πρὸς κέντρα κῶλον ἐκτενεῑς», Αισχύλ.
γ. «τά τ' ἐμπρόσθια κῶλα καὶ τὰς κεφαλὰς εἰς γῆν ἑλκόμενα», Πλάτ.)
2. γραμμ. το τμήμα τής περιόδου που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άνω στιγμές ή ανάμεσα σε κάτω και άνω στιγμή ή ανάμεσα σε άνω και κάτω στιγμή, ημιπερίοδος
3. (αρχ. ελλ. μουσ.) οργανικό παρένθεμα μεταξύ τών διαφόρων μερών μιας φωνητικής σύνθεσης
4. (μετρ.) τμήμα στίχου
5. φρ. «τινάζω τα κώλα» ή «αφήνω τα κώλα» ή «πίπτει τα κώλα» — πεθαίνω
νεοελλ.
ναυτ. μονόπλοκο σχοινί που πλέκεται με άλλα για να γίνει παχύτερο
(μσν. -αρχ.) το κόλον τού παχέος εντέρου
αρχ.
1. κλαδί φυτού
2. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών
3. μέλος αντικειμένου, οικοδομήματος, σκάλας κ.λπ. («τῆς μεγάλης πυραμίδος, τῆς ἐστὶ τὸ κῶλον ἕκαστον ὅλου και ἡμίσεος πλέθρον», Ηρόδ.)
4. το μισό διάστημα σε αγώνα δρόμου
5. στον πληθ. τὰ κῶλα
τα μεταξύ γονάτων διαστήματα τού καλάμου, οι κόμβοι τού καλαμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (*kōl- κωλ-) τής ΙΕ ρίζας *(s)kel- «κάμπτω, ακουμπώ, κυρτός» και συνδέεται με ρωσ. kolěno «γόνατος, κορμός», με λιθουαν. kelӯs «γόνατο», καθώς και με τη λ. σκέλος.
ΠΑΡ. κωλικός
αρχ.
κωλάριον, κωλή, κωλήν, κώληξ, κώληψ, κωλιάς, κωλίζομαι κωλύφιον, κωλώτης
νεοελλ.
κώλι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωλομετρία
αρχ.
κωλόβαθρον κωλοειδής, κωλοτομώ
μσν.
κωλόντερο
νεοελλ.
κωλάντερο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… …   Dictionary of Greek

  • κώλο — το (γραμμ.), τμήμα περιόδου που τελειώνει σε άνω τελεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …   Dictionary of Greek

  • κωλοστριμούρα — η κωλοσφιξούρα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο + θ. στριμ (τού στριμώχνω) + ούρα (πρβλ. κωλο σφιξ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • διποδία — η (AM διποδία) 1. το να έχει κανείς δύο πόδια 2. (μετρ.) η ένωση δύο μετρικών ποδιών σ ένα κώλο, μέτρο νεοελλ. διποδισμός* αρχ. είδος χορού τών Λακεδαιμονίων …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • κωλαράς — ο, θηλ. κωλαρού αυτός που έχει εξογκωμένα οπίσθια, μεγάλο κώλο …   Dictionary of Greek

  • κωλονούρι — και κωλονόρι, το το κάτω άκρο τής σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + νούρι (< νουρά < την ουρά με απόσπαση τού ν ), πρβλ. μελα νούρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”